βετεράνος

βετεράνος
ο
(λ. λατ.)
1. παλαίμαχος, ο έμπειρος πολεμιστής.
2. μτφ.,ο παλιός, ο άνθρωπος που ασχολήθηκε με κάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο δοκιμασμένος: Όλοι οι νεότεροι τον σέβονται γιατί είναι βετεράνος της δημοσιογραφίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βετεράνος — ο (AM βετερᾱνος) ο εμπειροπόλεμος παλαιός πολεμιστής αρχ. εξασκημένος, έμπειρος σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (λατ. επίθ.) veteranus ( a, um) «παλαιός» (< vetus, veteris «παλαιός, αρχαίος»)] …   Dictionary of Greek

  • ουετερανός — οὐετερανός και οὐετρανός και βετράνος, ὁ (Α) βετεράνος, παλαίμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. veteranus «παλιός στρατιώτης, παλαίμαχος» (βλ. λ. βετεράνος)] …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • διαστρατεύομαι — (Α) 1. τελειώνω τη στρατιωτική μου υπηρεσία 2. (η μτχ. αορ. ως ουσ.) ο διαστρατευσάμενος ο απόμαχος, απόστρατος, βετεράνος …   Dictionary of Greek

  • παλαίμαχος — ο 1. παλιός και έμπειρος πολεμιστής 2. μτφ. έμπειρος, επιδέξιος σε οποιονδήποτε τομέα επιστήμης ή τέχνης, βετεράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + μαχος (< μάχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… …   Dictionary of Greek

  • πετρανός — ὁ, Α παλιός στρατιώτης, παλαίμαχος, βετεράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. εσφ. γρφ. αντί οὐετρανός < λατ. veteranus] …   Dictionary of Greek

  • συνβετρανός — ὁ Α ο εξίσου εμπειροπόλεμος, παλαιός πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conveteranus «συναπόμαχος», με απόδοση τού α συνθετικού con με το αντίστοιχο συν * και μεταφορά τού τ. veteranus (βλ. λ. βετεράνος)] …   Dictionary of Greek

  • συνουετρανός — ὁ, Α συμβετεράνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οὐετρανός «βετεράνος, παλαίμαχος»] …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”